ἀνατυπώσεις

ἀνατυπώσεις
ἀνατύπωσις
fem nom/voc pl (attic epic)
ἀνατύπωσις
fem nom/acc pl (attic)
ἀνατυπόω
describe
aor subj act 2nd sg (epic)
ἀνατυπόω
describe
fut ind act 2nd sg
ἀ̱νατυπώσεις , ἀνατυπόω
describe
futperf ind act 2nd sg (doric aeolic)
ἀνατυπόω
describe
aor subj act 2nd sg (epic)
ἀνατυπόω
describe
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ρομανθέρο — (romancero). Έτσι έχουν ονομαστεί οι παλιές συλλογές των romances, ισπανικών επικολυρικών ποιημάτων σε οκτασύλλαβους με ομοιοκαταληξία στους ζυγούς στίχους. Οι πρώτες συλλογές romances χρονολογούνται από τη δεύτερη πεντηκονταετία του 15ου αι. και …   Dictionary of Greek

  • Αποθήκη των ωφελίμων γνώσεων — Μηνιαίο περιοδικό Αμερικανών ιεραποστόλων που κυκλοφορούσε στα ελληνικά στη Σμύρνη (1837 44). Η ύλη του ήταν καθαρά εγκυκλοπαιδική, γι’ αυτό και το περιοδικό γνώρισε πολλές ανατυπώσεις τόμων ή άρθρων του …   Dictionary of Greek

  • Βατικανού, Πόλη του- — (Citta del Vaticano) Ιδιότυπο ανεξάρτητο κράτος, μέσα στην πόλη της Ρώμης (Ιταλία). Πολιτικά στοιχεία Περικλεισμένη μέσα στα Λεόντεια Τείχη της Ρώμης, η Π. του Β. κατέχει μόνο ένα τμήμα του αρχαίου Ager Vaticanus που απλωνόταν ανάμεσα στις… …   Dictionary of Greek

  • Ελληνικά Χρονικά — Εφημερίδα που άρχισε να εκδίδεται στο Μεσολόγγι την 1η Ιανουαρίου 1824, με διευθυντή τον Ελβετό φιλέλληνα Ιωάννη Ιάκωβο Μάγερ. Τα χειροκίνητα πιεστήρια της εφημερίδας μεταφέρθηκαν από την Αγγλία από τον συνταγματάρχη Στάνχοπ, αντιπρόσωπο του… …   Dictionary of Greek

  • Κοκκινάκης, Κωνσταντίνος — (Χίος 1781 – Αίγινα 1831). Λόγιος και εκδότης. Ακολούθησε τον έμπορο αδελφό του στην Κωνσταντινούπολη και στο Βουκουρέστι, όπου βρήκε την ευκαιρία να συμπληρώσει τις στοιχειώδεις σπουδές που είχε ακολουθήσει στην πατρίδα του. Περίπου το 1800… …   Dictionary of Greek

  • Μερκούρης, Γεώργιος — (1886 – 1943). Πολιτικός. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στη Γαλλία. Το 1915 εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής Αττικοβοιωτίας στις τάξεις του Λαϊκού Κόμματος. Κατά τη διάρκεια του A’ Παγκόσμιου πόλεμου εξορίστηκε ως βασιλόφρων μαζί με …   Dictionary of Greek

  • Ταγκόπουλος — Επώνυμο Ελλήνων λογοτεχνών. 1. Δημήτριος (Ύδρα 1867 – Αθήνα 1926). Από νεαρή ηλικία εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου σπούδασε ιατρική της οποίας και αναγορεύτηκε διδάκτορας (1890). Tην άσκησε μάλιστα ως επάγγελμα για ένα μικρό διάστημα στους… …   Dictionary of Greek

  • Τριανταφυλλίδης, Μανόλης — (Αθήνα 1883 – 1959). Έλληνας γλωσσολόγος. Μετά την αποφοίτησή του από το πανεπιστήμιο της Αθήνας συνέχισε τις σπουδές του στη Χαϊδελβέργη και στο Μόναχο, όπου το 1909 πήρε το διδακτορικό του δίπλωμα με την εργασία του Οι δάνειες λέξεις της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”